- πενταέτηρος
- πεντᾰέτ-ηρος, ον, poet. for sq.,A five years old,
βοῦς Il.2.403
, 7.315 ;ὗς Od.14.419
, cf. PMasp.5.11 (vi A. D.).II = πενταετηρικός, τῶν Πτωΐων τῶν π. BCH44.251 (i B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βοῦς Il.2.403
, 7.315 ;ὗς Od.14.419
, cf. PMasp.5.11 (vi A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πενταέτηρος — five years old masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενταέτηρος — και πενθέτηρος, ον, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που έχει ηλικία πέντε ετών, πενταετής 2. πενταετηρικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + έτ ηρος (< ἔτος), πρβλ. δεκα έτηρος] … Dictionary of Greek
πενταέτηρον — πενταέτηρος five years old masc/fem acc sg πενταέτηρος five years old neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενταετήρου — πενταέτηρος five years old masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενθέτηρος — ον, Α βλ. πενταέτηρος … Dictionary of Greek
πενταετηρής — ες, Α πενταετής. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού πενταέτηρος] … Dictionary of Greek